Η αφθώδης στοματίτιδα ή κοινώς «άφθες» είναι η συχνότερη πάθηση του στόματος. Περίπου 10-20% των ατόμων παγκοσμίως εμφανίζουν άφθες μια ή και περισσότερες φορές στη ζωή τους. Η συχνότερη ηλικία εμφάνισης είναι τα 20-30 χρόνια. Είναι μια επώδυνη, υποτροπιάζουσα νόσος του βλεννογόνου του στόματος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών, στρογγυλών, επιφανειακών, λευκών ελκών στο εσωτερικό του. Οι άφθες πιο συχνά εμφανίζονται στην εσωτερική επιφάνεια της παρειάς (μάγουλο) και στα πλάγια της γλώσσας. Είναι επώδυνες, ιδίως στην ομιλία και στη μάσηση, έχουν διάμετρο από 3-10mm και συνήθως εμφανίζονται από μία έως πέντε μαζί. Σε διάστημα 1-2 εβδομάδων οι άφθες εξαφανίζονται, αλλά συχνά υποτροπιάζουν. Τα αίτια που προκαλούν την εμφάνισή τους δεν έχουν με σαφήνεια διευκρινιστεί. Σίγουρα συμμετέχουν λοιμώδεις παράγοντες αλλά και ανοσολογικοί. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι οι άφθες υποτροπιάζουν συχνότερα κατά την έμμηνο ρύση στις γυναίκες, σε περιόδους στρες, μετά από τραυματισμό του στόματος (π.χ. δάγκωμα), μετά από οδοντιατρικές εργασίες και μετά από κατανάλωση πικάντικων φαγητών.
Άφθες στο εσωτερικό του στόματος μπορεί να εμφανιστούν και σε περιπτώσεις άλλων νοσημάτων όπως η κοιλιοκάκη, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα και νόσος Crohn), η λοίμωξη από τον ιό HIV, σε αυτοάνοσα νοσήματα (νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet, συστηματικός λύκος) ή να αποτελούν σύμπτωμα δερματολογικών παθήσεων όπως το πολύμορφο ερύθημα, η πέμφιγα και το πεμφιγοειδές. Η έλλειψη σιδήρου, φυλλικού οξέος, νιασίνης (Βιταμίνη Β3), βιταμίνης B12 και βιταμίνης C μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνισή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι άφθες αποτελούν σύμπτωμα λοιμώξεων του στόματος από μύκητες (στοματοφαρυγγική καντιντίαση), ιούς (ερπητική στοματίτιδα από τον ιό του απλού έρπητα) ή πιο ειδικά μικρόβια (σύφιλη). Τέλος επίμονες άφθες που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπευτική αγωγή πρέπει πάντα να προβληματίζουν για το ενδεχόμενο να αποτελούν κακοήθεις βλάβες.
Θεραπευτικά χορηγούνται τοπικά συνήθως φάρμακα για την ανακούφιση από τον πόνο και την ταχύτερη επούλωση των ελκών. Χρησιμοποιούνται τοπικά διαλύματα με αντιφλεγμονώδεις και αντιμικροβιακές – επουλωτικές ιδιότητες (π.χ. πρόπολη) ή τοπικά αναισθητικά (π.χ. δυκλονίνη ή λιδοκαΐνη) καθώς και μίγματα αλοιφής φθοριοκινονίδης με Orabase. Σε βαριές περιπτώσεις μεγάλων ελκών που δεν επουλώνονται γρήγορα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η κορτιζόνη από το στόμα.
Αγγελος Π. Καρατζαφέρης, Ειδικός Παθολόγος/ Επιστημονικός Συνεργάτης για την υπηρεσία GET WELL Natural Corner
Αριστούχος Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ειδικότητα στην Εσωτερική Παθολογία στην Κλινική της Παθολογικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών