puff.svg

Δυσκοιλιότητα / Τι είναι

Η δυσκοιλιότητα εισήχθη ως ιατρικός όρος  τον 7ο μ.Χ. αιώνα από τον ιατρό Παύλο Αιγινήτη. Προέρχεται από τις λέξεις δυς και κοιλιά. Στα αγγλικά ο όρος αναφέρεται ως constipation που σημαίνει συνωστισμός. Πρόκειται για ελάττωση της συνήθους, για κάθε άτομο, συχνότητας αφόδευσης ή της ποσότητας των κοπράνων που αποβάλλονται σε κάθε κένωση. Επίσης συχνά ως δυσκοιλιότητα περιγράφεται η δυσκολία αποβολής ασυνήθιστα σκληρών και στεγνών κοπράνων.

Καθημερινά 800ml περιεχομένου φθάνουν στην αρχή του παχέος εντέρου και από αυτά μόνο 100-200γρ κόπρανα αποβάλλονται, καθώς απορροφάται το μεγαλύτερο ποσοστό νερού που περιέχουν. Η προώθηση του περιεχομένου στο παχύ έντερο γίνεται με ρυθμό περίπου 5εκ./ώρα. Η ταχύτητα διάβασης του παχέος εντέρου καθώς και η τελική ποσότητα κοπράνων εξαρτάται  από την καλή νεύρωση του εντέρου, τη φυσιολογική κινητικότητά του και  κυρίως από την περιεκτικότητα της τροφής σε φυτικές ίνες. Η λειτουργία της κένωσης απαιτεί επιπλέον την καλή λειτουργία του αντανακλαστικού της αφόδευσης, το οποίο με τη σειρά του ελέγχεται από ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα.

Πρέπει να τονιστεί ότι η φυσιολογική διακύμανση στη συχνότητα των κενώσεων μεταξύ διαφορετικών ατόμων δεν είναι δυσκοιλιότητα. Έτσι άλλα άτομα έχουν 1-2 κενώσεις/ημέρα και άλλα έως και μία κένωση την εβδομάδα. Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα φυσιολογικό. Επίσης φυσιολογική είναι η δυσκοιλιότητα που εμφανίζεται σε ηλικιωμένα άτομα,  κατά την αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης (π.χ. σε ταξίδια, αλλαγή διατροφής), κατά την παρατεταμένη ακινησία (π.χ. κατά τη διάρκεια μιας ασθένειας), σε περιόδους αυξημένου άγχους ή σε περιόδους αυξημένων κοινωνικών υποχρεώσεων.

Ως  παθολογική δυσκοιλιότητα ορίζεται εκείνη που εμφανίζεται είτε σε οργανική απόφραξη του εντέρου ( π.χ. καρκίνος παχέος εντέρου, φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, εκκολπώματα), είτε σε διαταραχή της λειτουργίας του (όπως συμβαίνει π.χ. σε ασθενείς  με ευερέθιστο έντερο και σε κατάχρηση καθαρτικών φαρμάκων), είτε σε νευρολογικά νοσήματα που καταργούν το αντανακλαστικό της αφόδευσης (π.χ. Πολλαπλή Σκλήρυνση, Νόσος Parkinson). Επίσης παθολογική δυσκοιλιότητα μπορεί να οφείλεται σε νοσήματα όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης, καθώς και σε καταστάσεις που προκαλούν πόνο στην αφόδευση (π.χ. ραγάδες, συρίγγια). Στην τελευταία περίπτωση ο έντονος πόνος αναστέλλει τη διαδικασία της αφόδευσης (δυσχεσία).

Εκτός των μέτρων πρόληψης της δυσκοιλιότητας, σε σοβαρές ή ανθεκτικές περιπτώσεις χρειάζεται να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή. Θεραπευτικά λοιπόν χρησιμοποιούνται πιο συχνά τα καθαρτικά φάρμακα, δηλαδή φυσικοί ή συνθετικοί πολυσακχαρίτες (π.χ. ψύλλιο) που αυξάνουν τον όγκο των κοπράνων και προκαλούν έτσι την κένωση. Επιπλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαλακτικά των κοπράνων (π.χ. παραφινέλαιο), ωσμωτικώς δρώντα φάρμακα (π.χ. λακτουλόζη) που πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή από διαβητικούς, φάρμακα που αυξάνουν την κινητικότητα του εντέρου (π.χ. σέννα), υποκλυσμοί και υπόθετα γλυκερίνης. Τελευταία, στη θεραπευτική φαρέτρα έχουν ενταχθεί νεότερα φάρμακα όπως η λινακλοτίδη και η λουβιπροστόνη. Πρόκειται για φάρμακα αυξημένου κόστους με ένδειξη στις ανθεκτικές μορφές δυσκοιλιότητας.


Αγγελος Π. Καρατζαφέρης, Ειδικός Παθολόγος/ Επιστημονικός Συνεργάτης για την υπηρεσία GET WELL Natural Corner
Αριστούχος Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ειδικότητα στην Εσωτερική Παθολογία στην Κλινική της Παθολογικής Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών